- παλίρροιος
- πᾰλίρ-ροιος, ον, = sq., of waves,A
δῖναι Lyc. 380
, Opp.H.1.778.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δῖναι Lyc. 380
, Opp.H.1.778.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλίρροιος — παλίρροιος, ον (Α) [παλίρρους] (για κύματα) παλίρρους … Dictionary of Greek